ἀπάρχομαι

ἀπάρχομαι
ἀπ - άρχομαι: begin a sacrifice, by cutting off hair from the forehead of the victim, Od. 3.446, Od. 14.422. Cf. κατάρχεσθαι.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απάρχομαι — ἀπάρχομαι (AM) 1. θυσιάζω πρώτος, κάνω την αρχή της θυσίας 2. προσφέρω, αφιερώνω 3. αρχίζω, κάνω την αρχή αρχ. 1. κόβω μέλος ή μέρος από κάτι 2. προσφέρω απαρχές 3. διαλέγω ή προσφέρω ό,τι καλύτερο υπάρχει 4. κάνω προανάκρουσμα με μουσικό όργανο… …   Dictionary of Greek

  • ἀπάρχομαι — ἀπάρχω lead the way pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επάρχω — ἐπάρχω (AM) μσν. αρχ. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἐπάρχων ο έπαρχος αρχ. 1. είμαι άρχοντας, διοικητής μιας χώρας ή περιοχής («χώρας ἐπάρχω πολλῆς», Ξεν.) 2. επεκτείνω την εξουσία μου και σε άλλους («ἄλλου μὲν οὐδενὸς δύναιτ ἄν ἔθνους ἐπάρξαι»,… …   Dictionary of Greek

  • προαπάρχομαι — Α αρχίζω πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπάρχομαι «αρχίζω, κάνω την αρχή»] …   Dictionary of Greek

  • συναπάρχομαι — Μ αρχίζω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπάρχομαι «αρχίζω, κάνω την αρχή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”